- επικολλώ
- (Α ἐπικολλῶ, -άω)κολλώ κάτι πάνω σε μια επιφάνεια, προσαρμόζω ή εφαρμόζω κάτι με επικόλληση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικολλώ — επικολλώ, επικόλλησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: επικολλώ : στον απλό προφορικό λόγο κλίνεται καμιά φορά στον ενεστώτα και κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επικολλώ — επικόλλησα, επικολλήθηκα, επικολλημένος, μτβ., κολλώ κάτι πάνω σε άλλο, προσαρμόζω (εφαρμόζω) με επικόλληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
ανακολλώ — ( άω) (Α ἀνακολλῶ) νεοελλ. κολλώ εκ νέου, ξανακολλώ αρχ. κολλώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ ή συγκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολλῶ. ΠΑΡ. ανακόλλημα, ανακόλληση( ις) νεοελλ. ανακολλητικός] … Dictionary of Greek
εμπλάσσω — ἐμπλάσσω και ἐμπλάττω (Α) 1. περικλείω, περιβάλλω 2. σχηματίζω, διαμορφώνω 3. προσκολλώ, επικολλώ 4. φράζω, στουπώνω 5. είμαι εύπλαστος … Dictionary of Greek
επικολλαίνω — ἐπικολλαίνω (Α) [κόλλα] προσκολλώ πάνω σε κάτι, επικολλώ («πηλὸν ἐπικολλαίνουσι», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
επικόλληση — η [κολλώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επικολλώ* 2. η τοποθέτηση σε έγγραφο, βιβλιάριο κ.λπ. («επικόλληση ενσήμων, χαρτοσήμου, φωτογραφίας» κ.λπ.) 3. η επίστρωση πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου λεπτών φύλλων πολύτιμου ξύλου, το… … Dictionary of Greek
παρακολλώ — άω / παρακολλῶ, άω, ΝΑ, παρακολνώ Ν ενώνω τα άκρα ή τις επιφάνειες δύο αντικειμένων, συγκολλώ νεοελλ. 1. κολλώ κάτι πάρα πολύ, ώστε να μην αποσπάται εύκολα 2. προσκολλώμαι σε κάποιον 3. μτφ. ενοχλώ κάποιον προκλητικά, επίμονα αρχ. στερεώνω κάτι… … Dictionary of Greek
πλακέ — Ν άκλ. 1. όμοιος στο σχήμα με πλάκα 2. αυτός που έχει λάβει σχήμα πεπλατυσμένο μετά από συμπίεση 3. το ουδ. ως ουσ. το πλακέ μέταλλο με λεπτό επίστρωμα χρυσού ή αργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plaque < ρ. plaquer «επικολλώ πλάκες μετάλλου»] … Dictionary of Greek
τοιχοκολλώ — άω, Ν 1. επικολλώ στον τοίχο αγγελία, διαφήμιση ή αφίσα 2. γνωστοποιώ κάτι με τοιχοκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + κολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek